- άνουσος
- ἄνουσος, -ον (Α)ιων. βλ. άνοσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄνουσος — ἄνοσος without sickness masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοσος — η, ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, ον) νεοελλ. αρχ. 1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής 2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής 3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια … Dictionary of Greek